- νυμφιδίους
- νυμφίδιοςbridalmasc acc plνυμφίδιοςbridalmasc/fem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νυμφίδιος — νυμφίδιος, ία, ον, θηλ. και ος (Α) νυφικός («νυμφιδίους εὐνάς», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νύμφη + επίθημα ίδιος (πρβλ. κουρ ίδιος)] … Dictionary of Greek